Το ευρώ, ως διεθνές νόμισμα, εισέρχεται στην επικράτεια του αμερικανικού δολαρίου ως νομίσματος που κυριαρχεί στον παγκόσμιο δανεισμό. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι το ευρώ είναι ελκυστικό για κάθε χρήση.

«Κανείς πλέον δεν θέλει να διακρατήσει μετρητά σε ευρώ ως στοιχείο του ενεργητικού, αλλά όλοι το προτιμούν ως στοιχείο του παθητικού» αναφέρει σε σημείωμά του ο Γιώργος Σαράβελος, επικεφαλής του τμήματος ερευνών για νομίσματα στην Deutsche Bank AG. Ως αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, η ευρωζώνη «αναδύεται ως ο νέος προμηθευτής ρευστότητας στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, αντικαθιστώντας σταδιακά το δολάριο», προσθέτει.

Το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα χρησιμοποιείται όλο και πιο συχνά στον διεθνή δανεισμό, τη διατραπεζική χρηματοδότηση και τις διασυνοριακές μεταφορές. Αυτό βοηθά στην υποχώρηση του ευρώ σε περιόδους υψηλού κινδύνου, αλλά θα μπορούσε να συμβάλει στη μεταβλητότητα λόγω της ανόδου του νομίσματος, όταν μια τέτοια περίοδος απομακρύνεται.

Αυτή η επενδυτική στρατηγική είναι γνωστή ως carry trade και περιλαμβάνει δανεισμό σε νόμισμα με χαμηλό επιτόκιο και στη συνέχεια επένδυση σε περιουσιακά στοιχεία με υψηλότερες αποδόσεις. Η πρακτική αυτή αποδίδει όταν η μεταβλητότητα είναι χαμηλή.

Το carry trade με χρηματοδότηση σε ευρώ, οδήγησε σε αποδόσεις σε όλα, πλην τριών από τα 23 νομίσματα των αναδυομένων αγορών τις οποίες παρακολουθεί το Bloomberg. Εκεί που το ευρώ κατέγραψε τρεις «εξαιρέσεις», το αμερικανικό δολάριο κατέγραψε δέκα.

Παρ’ όλα αυτά, η Goldman Sachs Group Inc. πρότεινε ορισμένα carry trades «ουδέτερα σε δολάρια» (δηλαδή το χαρτοφυλάκιο να κατέχει θέσεις μακράς και μικρής διάρκειας με ισόποσο κεφάλαιο), υπό την προϋπόθεση της σταθερότητας στην παγκόσμια οικονομία.

Το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα υποχώρησε περίπου 3% μέσα στη φετινή χρονιά, ενώ η αστάθεια στο ζεύγος νομισμάτων ευρώ/ δολάριο έπεσε σε χαμηλά επίπεδα ρεκόρ τον περασμένο μήνα. Η έλλειψη διακυμάνσεων στις τιμές οφείλεται στις σταθερές προοπτικές της νομισματικής πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, καθώς και στους μειωμένους φόβους για διεθνή ύφεση.