Αυξημένο θα παραμείνει το κόστος των ναύλων το 2022, προετοιμάζοντας το έδαφος για μία νέα χρονιά ρεκόρ εσόδων για τις ναυτιλιακές και μια νέα σειρά προβλημάτων για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. 

Η τιμή spot της μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων 40 ποδών (~12 μέτρων) από την Ασία στις ΗΠΑ ξεπέρασε τα $20.000 πέρυσι, σε σχέση με τα $2.000 πριν από λίγα χρόνια, ενώ συνεχίζει να κυμαίνεται στα $14.000. Παράλληλα, η κίνηση στα λιμάνια σηματοδοτεί τη συνέχεια των υψηλών τιμών και στο εγγύς μέλλον.

Οι μεγάλεις επιχειρήσεις όπως οι Walmart και Ikea έχουν την ικανότητα να ανταπεξέλθουν στην αύξηση των τιμών και να απορροφήσουν το έξτρα κόστος.

Αντιθέτως, οι μικρομεσαίοι εισαγωγείς και εξαγωγείς, ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες αγορές δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στην αύξηση του κόστους αυτή. 

Σύμφωνα με τον Achil Yamen του Cameroon National Shippers’ Council, η ανισότητα στις αγορές της Αφρικής πρόκειται να «επιδεινώσει την ήδη προβληματική κατάσταση λόγω της πανδημίας και του πληθωρισμού και να οδηγήσει σε ελλείψεις τροφίμων και βασικών αγαθών».

Από την άλλη, οι μεγάλες ναυτιλιακές έχουν αναστρέψει την πολυετή λιμνάζουσα πορεία τους, καταγράφοντας τεράστια κέρδη ύψους $150 δισ το 2021.

Για παράδειγμα, το 2021 η δανέζικη A.P. Moller-Maersk A/S, δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων του κόσμου είχε κέρδη που έφτασαν ή ξεπέρασαν τα συνολικά κέρδη των προηγούμενων εννέα ετών.

Κέρδη και πληθωρισμός

Η συνεχιζόμενη αύξηση του κόστους προκαλεί πρόβλημα και στην ευρύτερη οικονομία, αφού επιμηκύνει τον πληθωρισμό και απειλεί την ανάκαμψη. Τα υψηλά κόστη των ναυτιλιακών μεταφορών τα οποία στο παρελθόν επηρέαζαν προσωρινά τις πληθωριστικές πιέσεις τώρα πια φαίνεται πως έχουν μονιμοποιηθεί.

Σύμφωνα με υπολογισμούς του οικονομολόγου της Fed, Nicholas Sly, αύξηση του κόστους ναύλων της τάξης του 15% ισοδυναμεί με αύξηση του πληθωρισμού της τάξης του 0,10% σε διάρκεια ενός έτους.

Λόμπι και ολιγοπώλιο

Αυξάνονται, παράλληλα και οι εκκλήσεις των εξαγωγέων και εισαγωγέων οι οποίοι ζητούν κυβερνητική παρέμβαση σε ό,τι αφορά τις τιμές αυτές. Την 5η Ιανουαρίου, η British International Freight Association κάλεσε τη βρετανική κυβέρνηση να διερευνήσει τις «στρεβλωμένες συνθήκες της αγοράς» των ναύλων.

Σύμφωνα με το βρετανικό λόμπι, το 85% των ναυτιλιακών μεταφορών διαχειρίζονται μόλις 10 εταιρείες (Maersk, MSC, CMA CGM SA, Cosco, μεταξύ άλλων), ενώ πριν από 25 χρόνια οι 20 μεγαλύτερες εταιρείες κατείχαν το αντίστοιχο 50% της αγοράς.

Για πρώτη φορά στα ιστορικά, η πανδημία επιδεικνύει πόσο ικανές είναι οι εταιρείες αυτές στη διαρρύθμιση της προσφοράς των εμπορευματοκιβωτίων, μειώνοντάς τη στην αρχή της πανδημίας και αυξάνοντάς τη ανάλογα με την ανάκαμψη της οικονομίας. Σε αντίθετη μοίρα βρίσκονται οι εισαγωγείς και εξαγωγείς αφού -όπως υποστηρίζουν- οι τιμές βασίζονται στις αποφάσεις του «καρτέλ» των ναυτιλιακών.

Το περασμένο καλοκαίρι, η αμερικανική εταιρεία εισαγωγών MCS Industries Inc κατέθεσε επίσημη καταγγελία ενάντια στις MSC και Cosco ενώπιων της Federal Maritime Commission (FMC), υποστηρίζοντας πως «οι εταιρείες εκμεταλλεύονται τα προβλήματα που δημιουργεί η πανδημία, αισχροκερδώντας κατά των Αμερικανών καταναλωτών».

Οι ναυτιλιακές από την πλευρά τους υποστηρίζουν πως οι υψηλές τιμές αποτελούν αποκύημα των ανισορροπιών που προκλήθηκαν στην προσφορά και τη ζήτηση οι οποίες θα επιλυθούν από μόνες τους μετά το πέρας της πανδημίας.

Λιμάνια και εφοδιαστική αλυσίδα

Η ραγδαία αύξηση της ζήτησης προκάλεσε τεράστια προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα. Δημιουργήθηκε μεγάλη συμφόρηση στα μεγαλύτερα λιμάνια των ΗΠΑ και της Ευρώπης, τη στιγμή που οι εταιρείες υπέργειων μεταφορών υποφέρουν από έλλειψη επαγγελματιών οδηγών. Γεμάτα με προϊόντα πλοία-κοντέινερ βρίσκονταν αγκυροβολημένα στα παράλια της Καλιφόρνια για εβδομάδες ολόκληρες λόγω της συμφόρησης στα λιμάνια και η μέχρι τότε άγνωστη σχετικά βιομηχανία βρέθηκε στο επίκεντρο της μήνης των απλών πολιτών.

Παρά τις εκκλήσεις για παρέμβαση από τις αρχές, οι ρυθμιστές τόσο στις ΗΠΑ όσο και την Ευρώπη και την Κίνα, ανακοίνωσαν τον περασμένο Σεπτέμβριο πως δεν υπάρχουν ενδείξεις αθέμιτου ανταγωνισμού στη συγκεκριμένα αγορά.

Στις ΗΠΑ, ακόμα και ο Λευκός Οίκος αντέδρασε στο ολιγοπώλιο της αγοράς υπογραμμίζοντας πως «η έλλειψη ανταγωνισμού αφήνει τις αμερικανικές εταιρείες στο έλεος τριών κονγκλομεράτων», ενώ κάλεσε την FMC να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε εργαλεία στη διάθεσή της για επίλυση των προβλημάτων και υποστήριξη της δίκαιης ανταγωνιστικότητας.

Αν και η FMC από την πλευρά της διενεργεί έρευνα κατά της Ταϊβανέζικης Wan Hai Lines Ltd. υποστηρίζοντας πως η ναυτιλιακή παραβίασε νόμους τιμολόγησης των ναύλων,  ο επικεφαλής της ομοσπονδιακής υπηρεσίας, Daniel Maffei, υπογραμμίζει πως δεν μπορεί να προβεί σε μεγαλύτερες διορθωτικές κινήσεις λόγω της πεπαλαιωμένης ναυτιλιακής νομοθεσίας των ΗΠΑ. 

Στην Ευρώπη, η απαλλαγή των ναυτιλιακών από τους αντιμονοπωλιακούς κανονισμούς αναμένεται να μελετηθεί εκ νέου το 2024. Η Κομισιόν έχει υπογραμμίσει πως «παρακολουθεί από κοντά τη βιομηχανία αυτή και αναγνωρίζει πως υπάρχουν υπέρογκες αυξήσεις στις τιμές».

Εκτός από τους απλούς καταναλωτές που καλούνται να επωμιστούν τα επιπλέον κόστη, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν τεράστια ανασφάλεια όσον αφορά την παράδοση των προϊόντων τους.

Η Lori Fellmer, αντιπρόεδρος logistics στην εταιρεία εισαγωγών χημικών BassTech International του New Jersey των ΗΠΑ, ανέφερε πως «έχουν υπάρξει πολλές φορές που οι παραγγελίες μας απλά δε βρήκαν χώρο στα πλοία-κοντέινερ».

Παρόμοια είναι και τα προβλήματα στη βιομηχανία παραγωγής ρούχων της κραταιάς βιομηχανίας ενδυμάτων της Σρι Λάνκα όπου οι εξαγωγείς δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στην αυξημένη ζήτηση, δεδομένης της κάθετης αύξησης των τιμών των εμπορευματοκιβωτίων.

Διαβάστε ακόμα: 

Η σκιά της χρεοκοπίας πάνω από την κρουαζιέρα  

Μεταβιβάσεις ακινήτων: Τριπλό «αλαλούμ» φέρνει παράταση 

Αττική Οδός: Αυτά είναι τα κριτήρια του διαγωνισμού για την 25ετή σύμβαση του αυτοκινητόδρομου