H απογοητευτική ανάκαμψη της κινεζικής οικονομίας μετά από την πανδημία έχει εγείρει σημαντικές αμφιβολίες σχετικά με τα θεμέλια της ανάπτυξης των τελευταίων δεκαετιών στη χώρα και θέτει το Πεκίνο αντιμέτωπο με μία δύσκολη επιλογή για το 2024: αν θα αναλάβει περισσότερο χρέος ή θα περιορίσει την εγχώρια ανάπτυξη.

Οι αγορές προσδοκούσαν πως μετά από την άρση των δρακόντειων περιοριστικών μέτρων κατά του Covid, οι Κινέζοι καταναλωτές θα επέστρεφαν και πάλι στα εμπορικά κέντρα, οι ξένες επενδύσεις θα έρεαν προς τη χώρα, τα εργοστάσια θα «ανέβαζαν στροφές» και οι πωλήσεις γης και ακινήτων θα σταθεροποιούνταν.

Αντ’ αυτού, οι Κινέζοι καταναλωτές φαίνεται πως επιλέγουν την αποταμίευση. Οι ξένες επιχειρήσεις έχουν αποσύρει τις επενδύσεις τους, τα εργοστάσια αντιμετωπίζουν περιορισμένη ζήτηση, τα οικονομικά της τοπικής αυτοδιοίκησης έχουν «μαύρες τρύπες» ενώ οι κατασκευαστικές συνεχίζουν και υποφέρουν λόγω της κρίσης στην εγχώρια αγορά ακινήτων

Οι φρούδες ελπίδες αυτές δικαίωσαν εν μέρει εκείνους οι οποίοι πάντοτε αμφισβητούσαν τη σταθερότητα του αναπτυξιακού μοντέλου της Κίνας, με ορισμένους οικονομολόγους να την παραλληλίζουν με την φούσκα της Ιαπωνίας και τις «χαμένες δεκαετίες στασιμότητας» από τη δεκαετία του ‘90. 

Οι αναλυτές αυτοί υποστηρίζουν πως το Πεκίνο απέτυχε να εξελίξει την οικονομία του από την ανάπτυξη με γνώμονα τις κατασκευές στην ανάπτυξη με γνώμονα την κατανάλωση πριν από περίπου μία δεκαετία.

Έκτοτε, ο ρυθμός αύξησης του χρέους έχει ξεπεράσει τον αντίστοιχο ανάπτυξης της οικονομίας, αγγίζοντας επίπεδα που είναι δύσκολο, πια, να εξυπηρετηθούν.

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής υποσχέθηκαν, φέτος, να ενισχύσουν την κατανάλωση και να μειώσουν την εξάρτηση της οικονομίας από τα ακίνητα

Το Πεκίνο έχει δώσει έναυσμα στις τράπεζες να παρέχουν περισσότερο δανεισμό, ιδιαίτερα στον τομέα της μεταποίησης.

Παρ’ όλα αυτά, όπως υποστηρίζει και το Reuters, δεν υπάρχει ακόμα ένας μακροπρόθεσμος οδικός χάρτης για την εξυγίανση του χρέους και την αναδιάρθρωση της οικονομίας.

Όποιες επιλογές κι αν κάνει η Κίνα, θα πρέπει να λάβει υπόψη τον αυξημένο μέσο όρο ηλικίας του πληθυσμού της καθώς και το δύσκολο γεωπολιτικό περιβάλλον λόγω της αντιμαχίας της με τη Δύση.

Η Κίνα πιθανά θα καταγράψει ανάπτυξη της τάξης του 5% το 2023, ξεπερνώντας τον μέσο όρο της ευρύτερης παγκόσμιας οικονομίας. Ωστόσο, η Κίνα επενδύει πάνω από το 40% του ΑΕΠ της στην ίδια την οικονομία (ποσοστό διπλάσιο σε σχέση με το αντίστοιχο των ΗΠΑ), κάτι το οποίο υποδηλώνει πως ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού δεν είναι σε οικονομικούς όρους παραγωγικό.

Πολλοί Κινέζοι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν αισθάνονται αυτή την ανάπτυξη. Η ανεργία των νέων ξεπέρασε το 21% τον Ιούνιο, όταν η Κίνα σταμάτησε να εκδίδει δημόσια τα στοιχεία αυτά.

Οι απόφοιτοι πανεπιστημίων οι οποίοι σπούδασαν για θέσεις στο finance τώρα οδηγούνται σε χαμηλής ειδίκευσης θέσεις για να τα βγάλουν πέρα, ενώ πολλοί δέχτηκαν μείωση του μισθού τους.

Σε μία οικονομία όπου το 70% του πλούτου είναι δεσμευμένο σε ακίνητα, οι ιδιοκτήτες κατοικιών αισθάνονται ολοένα και φτωχότεροι. Ακόμα και σε ένα από τα λίγα λαμπρά σημεία της οικονομίας, αυτόν των ηλεκτρικών οχημάτων, ο πόλεμος τιμών προκαλεί προβλήματα τόσο για τους προμηθευτές όσο και για τους εργαζομένους.

Η εθνική απαισιοδοξία αυτή μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα κοινωνικής συνοχής για τον Σι Τζινπίνγκ, όπως τονίζουν οι αναλυτές. Εάν η Κίνα διολισθήσει σε μία παρακμή παρόμοια με αυτή της ιαπωνικής οικονομίας, θα το κάνει πολύ πριν επιτύχει το αντίστοιχο είδος της ανάπτυξης το οποίο πέτυχε η γειτονική χώρα.

Αυτό θα γίνει ευρέως αισθητό και στην γενικότερη παγκόσμια οικονομία, καθώς οι περισσότερες παγκόσμιες βιομηχανίες εξαρτώνται σημαντικά από τους προμηθευτές της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου. 

Η Αφρική και η Λατινική Αμερική βασίζονται ως επί το πλείστον στην Κίνα η οποία αγοράζει τα εμπορεύματά τους και χρηματοδοτεί την εκβιομηχάνισή τους.

Τα προβλήματα της Κίνας της προσφέρουν ελάχιστο χρόνο προτού χρειαστεί να κάνει δύσκολες επιλογές.

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής επιθυμούν να αλλάξουν τη δομή της οικονομίας, αλλά οι μεταρρυθμίσεις ήταν πάντα δύσκολες στην Κίνα.

Η προσπάθεια για την ενίσχυση της κοινωνικής πρόνοιας για εκατοντάδες εκατομμύρια εργαζόμενους στην ύπαιθρο, οι οποίοι θα μπορούσαν σύμφωνα με εκτιμήσεις να προσθέσουν 1,7% του ΑΕΠ στην κατανάλωση αν είχαν παρόμοια πρόσβαση στις δημόσιες -και μη- υπηρεσίες με τους κατοίκους των αστικών κέντρων, έχει ήδη καθυστερήσει λόγω ανησυχιών όσον αφορά την κοινωνική σταθερότητα αλλά και το κόστος.

Οι προσπάθειες της Κίνας να επιλύσει τα προβλήματα στην αγορά ακινήτων έχουν επίσης βρεθεί αντιμέτωπες με παρόμοια εμπόδια, αφού κανείς δε γνωρίζει ποιός θα κληθεί εν τέλει να πληρώσει για τις υπερβολικές επενδύσεις των τελευταίων 30 ετών, είτε πρόκειται για τις τράπεζες, είτε για το κράτος, είτε για τις δημόσιες επιχειρήσεις, τις ιδιωτικές εταιρείες ή τα νοικοκυριά.

Προς το παρόν, ωστόσο, η Κίνα φαίνεται πως διστάζει να προχωρήσει σε λήψη αποφάσεων οι οποίες θα θυσιάσουν την ανάπτυξη για λόγο της μεταρρύθμισης, αφού το κινεζικό πολιτμπιρό αναζητά ανάπτυξη της τάξης του 5% του χρόνου. 

Αν και ο στόχος αυτός συμπίπτει με τον προηγούμενο, αντίστοιχο του 2023, δε θα αποτελέσει κάτι το εξαιρετικά θετικό, δεδομένης της ύφεσης που προκάλεσαν τα lockdowns του 2022. 

Ένας τέτοιος στόχος, τέλος, θα μπορούσε να την ωθήσει σε ανάληψη περισσότερου χρέους, το υψηλό επίπεδο του οποίου είχε οδηγήσει τη Moody’s σε πρόσφατη υποβάθμιση της κινεζικής οικονομίας.

Διαβάστε ακόμη

Υψηλή η ρευστότητα των τραπεζών – «Εκκρεμεί» η αποπληρωμή 16,9 δισ. ευρώ προς την ΕΚΤ

ΥΠΕΝ: Δράσεις για την προστασία, συντήρηση και αποκατάσταση του “Κλήματος του Παυσανία”

Μισθοί: Πόσο αυξάνονται το 2024 σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα – Τι ισχύει με τις τριετίες (vid)

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ