Η μείωση των «κόκκινων» δανείων σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο σχετικός δείκτης όχι μόνον να καταστεί μονοψήφιος, αλλά και να «αγγίξει» τον μέσο όρο της υπόλοιπης Ευρώπης και το άνοιγμα της «κάνουλας» των δανείων – με ή χωρίς την αξιοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης – αποτελούν το διπλό στοίχημα των τραπεζών για το 2022.

Πιο αναλυτικά, μολονότι οι τέσσερις συστημικοί Όμιλοι κατάφεραν να περιορίσουν σημαντικά το στοκ των προβληματικών τους δανείων (μέσα σε εννέα μήνες «έσβησαν» από τους ισολογισμούς τους «κόκκινα» χαρτοφυλάκια, ύψους 26,3 δισ. ευρώ), εντούτοις ο δείκτης NPE παραμένει υψηλός εν συγκρίσει με αυτόν των ευρωπαϊκών τραπεζών.

Ειδικότερα, η Eurobank είναι η πρώτη που κατάφερε να καταγράψει μονοψήφιο δείκτη – στο 7,3% – ήδη από το 9μηνο του 2021, ενώ η Alpha Bank, η οποία αποχαιρετά το 2021 με δείκτη στο 13%, σχεδιάζει μείωσή του σε μονοψήφιο ποσοστό μέχρι τα μέσα του 2022.

Η Εθνική Τράπεζα από την πλευρά της, εκτιμά πως στα τέλη του 2022 τα «κόκκινα» δάνειά της θα είναι μόλις 1,8 δισ. ευρώ, με τον σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στο 6% και η Τράπεζα Πειραιώς που μείωσε κατά 16 δισ. ευρώ το προβληματικό στοκ τους πρώτους εννέα μήνες του 2021, βελτιώνοντας καθοριστικά τον δείκτη NPE σε 16%, οδεύει πρόσω ολοταχώς σε μονοψήφιο ποσοστό (3%) σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), πάντως, η συστηματική καταγραφή νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων και το γεγονός ότι η πλήρης επίπτωση της πανδημίας στην ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών αναμένεται να εμφανιστεί με χρονική υστέρηση δεν επιτρέπουν εφησυχασμό.

Η εκκαθάριση των προβληματικών δανείων, ωστόσο, δεν έρχεται χωρίς κόστος για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες που υποχρεώνονται να σχηματίζουν μεγάλου ύψους προβλέψεις, γεγονός που ανεβάζει σε πολύ υψηλά επίπεδα το κόστος ρίσκου, δηλαδή, τις προβλέψεις για επισφάλειες ως ποσοστό του χαρτοφυλακίου δανείων.

Συγκεκριμένα, το 2020 οι προβλέψεις που σχηματίσθηκαν και οι ζημιές που έχουν εγγραφεί για τις τιτλοποιήσεις ανήλθαν σε 5,6 δισ. ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσό για το 2021 έφθασε τα 6,3 δισ. ευρώ. Το δε, κόστος ρίσκου διαμορφώθηκε σε 3,86% το 2020 και εκτινάχθηκε σε 8,91% το πρώτο εξάμηνο του 2021 λόγω της επιτάχυνσης των τιτλοποιήσεων.

Στο πλαίσιο αυτό, η κεφαλαιακή τους επάρκεια κατέγραψε υποχώρηση, με τον Δείκτη Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 − CET1) και τον Συνολικό Δείκτη Κεφαλαίου (Total Capital Ratio) σε ενοποιημένη βάση να διαμορφώνονται σε 12,6% και 15,1% αντίστοιχα το 9μηνο του 2021. Το 2022, λοιπόν, οι τράπεζες καλούνται να δώσουν έμφαση στην ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης και της οργανικής κερδοφορίας, γεγονός που σημαίνει ότι θα εντείνουν την έξοδό τους στις χρηματαγορές του εξωτερικού με την έκδοση ομολογιακών τίτλων.

Σε κάθε περίπτωση, η απελευθέρωση των ισολογισμών από τα «κόκκινα» δάνεια αποδεσμεύει κεφάλαια, επιτρέποντας στις τράπεζες να ανοίξουν την «κάνουλα» προς τις επιχειρήσεις, αξιοποιώντας (και) την ευκαιρία του Ταμείου Ανάκαμψης.

Στην εκπνοή του 2021 υπογράφηκαν οι επιχειρησιακές συμφωνίες μεταξύ του υπουργείου Οικονομικών και έξι εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων (Εθνική Τράπεζα, Τράπεζα Πειραιώς, Alpha Bank, Eurobank, Optima Bank και Παγκρήτια Τράπεζα), «ξεκλειδώνοντας» επενδύσεις, ύψους 3,5 δισ. ευρώ έως τα μέσα του 2022. Το ενδιαφέρον από πλευράς των επιχειρήσεων φαίνεται να είναι ζεστό (σ.σ. σύμφωνα με σχετική έρευνα της ΕΤΕ, το 44% δηλώνει αποφασισμένο να αξιοποιήσει τους συγκεκριμένους πόρους, το 40% υπογραμμίζει την ανάγκη κατεύθυνσης – ενημέρωσης, την οποία, άλλωστε, κάλυψαν οι τράπεζες όλο το προηγούμενο διάστημα και μόλις το 16% δεν ενδιαφέρεται), ενώ ζητούμενο αποτελεί η επίσπευση των διαδικασιών.

Σύσσωμο το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, πάντως, έχει δεσμευθεί να κινηθεί γρήγορα και δη, σε κλάδους, τους οποίους γνωρίζει καλά. «Σε αυτή την περίπτωση η έγκριση θα δίνεται το πολύ σε τέσσερις εβδομάδες. Στον αντίποδα, εάν πρόκειται για ένα ναυπηγείο που η εμπειρία μας στη χρηματοδότηση είναι μάλλον μηδαμινή, τότε, ίσως, απαιτηθεί ένα δίμηνο», εξηγούν αρμόδιες πηγές.

Στα τέλη Γενάρη με αρχές Φεβρουαρίου, οπότε οι τράπεζες θα απευθύνουν πρόσκληση ενδιαφέροντος στους επενδυτές, θα αρχίσουν να δέχονται και τις πρώτες αιτήσεις για χρηματοδοτήσεις. Υπενθυμίζεται πως από τα 30,5 δισ. ευρώ του «Ελλάδα 2.0», τα 12,7 δισ. ευρώ αφορούν σε δάνεια και τα υπόλοιπα 17,8 δισ. ευρώ σε επιδοτήσεις. Το συνολικό ποσό για επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις που θα κινητοποιηθεί, μέσω μόχλευσης, αναμένεται να υπερβεί τα 60 δισ. ευρώ.

Αναφορικά με τις επιχειρήσεις, όπως οι μικρομεσαίες, που δεν δύνανται να αξιοποιήσουν την ευκαιρία του Ταμείου οι τράπεζες σχεδιάζουν εντός του 2022 να ανοίξουν την… κάνουλα της χρηματοδότησης.

Ειδικότερα, καθένας από τους τέσσερις Ομίλους έχει δεσμευθεί για νέα δάνεια, ύψους πέριξ των πέντε δισ. ευρώ, ενώ για να δοθεί τέλος στις συζητήσεις γύρω από το ποιες επιχειρήσεις θεωρούνται bankable η κυβέρνηση θα προχωρήσει στη σύσταση και λειτουργία Δημόσιου Φορέα Αξιολόγησης Πιστοληπτικής Ικανότητας, ο οποίος θα παρέχει πληροφόρηση σε όσους έχουν έννομο συμφέρον, σχετικά με την πιστοληπτική ικανότητα των οικονομικών δρώντων (πιστοληπτική βαθμολόγηση), βάσει δεδομένων του δημόσιου τομέα, με στόχο τη βελτίωση της πρόσβασης στη χρηματοδότηση.

Διαβάστε ακόμη: 

Οκτώ νέες ψηφιακές υπηρεσίες το 2022 – Τι αλλάζει σε ταυτότητες, δίπλωμα, διαζύγια, μεταβιβάσεις

Φθηνότεροι οι λογαριασμοί στην κινητή τηλεφωνία: Ποιοι θα δουν αυτόματα μειώσεις – Ποιοι πρέπει να κάνουν αίτηση

Αυξήσεις στο ρεύμα: Έρχονται νέα μέτρα για στήριξη σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις